καυχησιολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καυχησιολόγος < καυχησιολογώ + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καυχησιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που καυχησιολογεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
καυχησιολόγος
|
καυχησιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
|