καυχησιολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καυχησιολόγημα < καυχησιολογώ + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαυχησιολόγημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καυχησιολογώ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καυχησιολόγημα
|