κομπορρημοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κομπορρημοσύνη < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική κομπορρημοσύνη < κομπορρήμων, κομπορρημ- + -οσύνη[1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kom.bo.ri.moˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μπορ‐ρη‐μο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίακομπορρημοσύνη θηλυκό
- καυχησιολογία, κομπασμός
- ⮡ η κομπορρημοσύνη και η μεγαλομανία του είναι παροιμιώδεις
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κομπορρημοσύνη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «κομπορρήμων» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κομπορρημοσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- κομπορρημοσύνη < κομπορρήμων, κομπορρημ- + -οσύνη[1][2]
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «κομπορρήμων» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κομπορρημοσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- κομπορρημοσύνη - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- κομπορρημοσύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.