περιαυτολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιαυτολογώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιαυτολογέω[1] [2] / περιαυτολογῶ < περί + αὐτολόγος / αὐτόλογος < αρχαία ελληνική αὐτός + λέγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾi.a.fto.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐αυ‐το‐λο‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίαπεριαυτολογώ, αόρ.: περιαυτολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)
- μιλώ επαινετικά για τον εαυτό μου
Συγγενικά
επεξεργασία- περιαυτολογία
- περιαυτολόγος
- → δείτε τις λέξεις περί, αυτός και λέγω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | περιαυτολογώ | περιαυτολογούσα | θα περιαυτολογώ | να περιαυτολογώ | περιαυτολογώντας | |
β' ενικ. | περιαυτολογείς | περιαυτολογούσες | θα περιαυτολογείς | να περιαυτολογείς | ||
γ' ενικ. | περιαυτολογεί | περιαυτολογούσε | θα περιαυτολογεί | να περιαυτολογεί | ||
α' πληθ. | περιαυτολογούμε | περιαυτολογούσαμε | θα περιαυτολογούμε | να περιαυτολογούμε | ||
β' πληθ. | περιαυτολογείτε | περιαυτολογούσατε | θα περιαυτολογείτε | να περιαυτολογείτε | περιαυτολογείτε | |
γ' πληθ. | περιαυτολογούν(ε) | περιαυτολογούσαν(ε) | θα περιαυτολογούν(ε) | να περιαυτολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | περιαυτολόγησα | θα περιαυτολογήσω | να περιαυτολογήσω | περιαυτολογήσει | ||
β' ενικ. | περιαυτολόγησες | θα περιαυτολογήσεις | να περιαυτολογήσεις | περιαυτολόγησε | ||
γ' ενικ. | περιαυτολόγησε | θα περιαυτολογήσει | να περιαυτολογήσει | |||
α' πληθ. | περιαυτολογήσαμε | θα περιαυτολογήσουμε | να περιαυτολογήσουμε | |||
β' πληθ. | περιαυτολογήσατε | θα περιαυτολογήσετε | να περιαυτολογήσετε | περιαυτολογήστε | ||
γ' πληθ. | περιαυτολόγησαν περιαυτολογήσαν(ε) |
θα περιαυτολογήσουν(ε) | να περιαυτολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω περιαυτολογήσει | είχα περιαυτολογήσει | θα έχω περιαυτολογήσει | να έχω περιαυτολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις περιαυτολογήσει | είχες περιαυτολογήσει | θα έχεις περιαυτολογήσει | να έχεις περιαυτολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει περιαυτολογήσει | είχε περιαυτολογήσει | θα έχει περιαυτολογήσει | να έχει περιαυτολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε περιαυτολογήσει | είχαμε περιαυτολογήσει | θα έχουμε περιαυτολογήσει | να έχουμε περιαυτολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε περιαυτολογήσει | είχατε περιαυτολογήσει | θα έχετε περιαυτολογήσει | να έχετε περιαυτολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν περιαυτολογήσει | είχαν περιαυτολογήσει | θα έχουν περιαυτολογήσει | να έχουν περιαυτολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ περιαυτολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ περιαυτολογέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.