Δείτε επίσης: περιαυτολογῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιαυτολογώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιαυτολογέω[1] [2] / περιαυτολογῶ < περί + αὐτολόγος / αὐτόλογος < αρχαία ελληνική αὐτός + λέγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.a.fto.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐αυ‐το‐λο‐γώ

  Ρήμα επεξεργασία

περιαυτολογώ, αόρ.: περιαυτολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. περιαυτολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. περιαυτολογέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.