Δείτε επίσης: περιαυτολογώ

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιαυτολογῶ (συνηρημένη μορφή του περιαυτολογέω) < περι- + αὐτο- + -λογῶ [1] Δείτε και αὐτολογέω / αὐτολογῶ

  Ρήμα επεξεργασία

περιαυτολογῶ

Ρηματικοί τύποι επεξεργασία

Μαρτυρούνται: @scaife.perseus

Παράγωγα επεξεργασία

επίσης:

  Αναφορές επεξεργασία

  1. περιαυτολογώ - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.