Δείτε επίσης: αυτο-

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτο- < αντωνυμία αὐτ(ός) + -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

αὐτο-, αὐτό-, αὐτ- αὔτ- και αὐθ-

  1. για να δηλωθεί η αυτοπάθεια
    αὐτογνώμων (που ενεργεί με τη δικη του θέληση, κατά την κρίση του)
    αὐτοδαής (ο αυτοδίδακτος, που διδάχτηκε με τις δικές του δυνάμεις)
    αὐθαίρετος
    αὐτουργός, αὐτονομέομαι
  2. για να δηλωθεί η αμεσότητα και το κοντινό
    αὐτοσχεδόν (επίρρημα, χέρι με χέρι, σώμα με σώμα)
    αὐτόθεν (από αυτό εδώ το μέρος)
  3. για να δηλωθεί το ολοκληρωτικό
    αὔτανδρος
    αὐτόξυλος (ολόκληρος από ξύλο)
    αὐτόδορος με τη δορά, το τομάρι του, δηλαδή άγδαρτος
    αὐτόκλαδος (με τα κλαδιά του)

Σύνθετα επεξεργασία