αὐτο-
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίααὐτο-, αὐτό-, αὐτ- αὔτ- και αὐθ-
- για να δηλωθεί η αυτοπάθεια
- αὐτογνώμων (που ενεργεί με τη δικη του θέληση, κατά την κρίση του)
- αὐτοδαής (ο αυτοδίδακτος, που διδάχτηκε με τις δικές του δυνάμεις)
- αὐθαίρετος
- αὐτουργός, αὐτονομέομαι
- για να δηλωθεί η αμεσότητα και το κοντινό
- αὐτοσχεδόν (επίρρημα, χέρι με χέρι, σώμα με σώμα)
- αὐτόθεν (από αυτό εδώ το μέρος)
- για να δηλωθεί το ολοκληρωτικό
- αὔτανδρος
- αὐτόξυλος (ολόκληρος από ξύλο)
- αὐτόδορος με τη δορά, το τομάρι του, δηλαδή άγδαρτος
- αὐτόκλαδος (με τα κλαδιά του)
Σύνθετα
επεξεργασία- αὐτο- ή αὐτό-
- αὐτ- ή αὔτ- πριν από φωνήεν χωρίς δασεία
- αὐθ- πριν από φωνήεν που δασύνεται
- Λέξεις αὐτο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts