Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτοσχεδόν < αὐτοσχέδιος

  Επίρρημα επεξεργασία

αὐτοσχεδόν

  1. από κοντά, σώμα με σώμα στη μάχη, εκ του συστάδην
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 22 (χ. Μνηστήρων φόνος.), στίχ. 293 (292-293)
    αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς | οὖτα Δαμαστορίδην αὐτοσχεδὸν ἔγχεϊ μακρῷ·
    Μετά | σχεδόν εξ επαφής ο Οδυσσέας σημάδεψε με το μακρύ του δόρυ τον γόνο του Δαμάστορα,
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. (για χρονική στιγμή) αμέσως, ευθύς αμέσως, επί τόπου

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία