Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοσχεδιάζω < αὐτοσχέδιος

αὐτοσχεδιάζω

  1. επινοώ, εφευρίσκω, μηχανεύομαι, κάνω κάτι χωρίς να έχω προετοιμαστεί, εκ των ενόντων, με ό,τι βρω
  2. κάνω κάτι με πρόχειρο τρόπο, προχειρολογώ, κρίνω επιπόλαια

Συγγενικά

επεξεργασία