προχειρολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προχειρολογώ < πρόχειρ(ος) + -ο- + -λογώ
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.çi.ɾo.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐χει‐ρο‐λο‐γώ
Ρήμα
επεξεργασίαπροχειρολογώ, πρτ.: προχειρολογούσα, αόρ.: προχειρολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)
- λέω κάτι πρόχειρα, χωρίς να έχω μελετήσει το θέμα διεξοδικά, χωρίς επιχειρήματα
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προχειρολογώ | προχειρολογούσα | θα προχειρολογώ | να προχειρολογώ | προχειρολογώντας | |
β' ενικ. | προχειρολογείς | προχειρολογούσες | θα προχειρολογείς | να προχειρολογείς | ||
γ' ενικ. | προχειρολογεί | προχειρολογούσε | θα προχειρολογεί | να προχειρολογεί | ||
α' πληθ. | προχειρολογούμε | προχειρολογούσαμε | θα προχειρολογούμε | να προχειρολογούμε | ||
β' πληθ. | προχειρολογείτε | προχειρολογούσατε | θα προχειρολογείτε | να προχειρολογείτε | προχειρολογείτε | |
γ' πληθ. | προχειρολογούν(ε) | προχειρολογούσαν(ε) | θα προχειρολογούν(ε) | να προχειρολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προχειρολόγησα | θα προχειρολογήσω | να προχειρολογήσω | προχειρολογήσει | ||
β' ενικ. | προχειρολόγησες | θα προχειρολογήσεις | να προχειρολογήσεις | προχειρολόγησε | ||
γ' ενικ. | προχειρολόγησε | θα προχειρολογήσει | να προχειρολογήσει | |||
α' πληθ. | προχειρολογήσαμε | θα προχειρολογήσουμε | να προχειρολογήσουμε | |||
β' πληθ. | προχειρολογήσατε | θα προχειρολογήσετε | να προχειρολογήσετε | προχειρολογήστε | ||
γ' πληθ. | προχειρολόγησαν προχειρολογήσαν(ε) |
θα προχειρολογήσουν(ε) | να προχειρολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προχειρολογήσει | είχα προχειρολογήσει | θα έχω προχειρολογήσει | να έχω προχειρολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις προχειρολογήσει | είχες προχειρολογήσει | θα έχεις προχειρολογήσει | να έχεις προχειρολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει προχειρολογήσει | είχε προχειρολογήσει | θα έχει προχειρολογήσει | να έχει προχειρολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προχειρολογήσει | είχαμε προχειρολογήσει | θα έχουμε προχειρολογήσει | να έχουμε προχειρολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε προχειρολογήσει | είχατε προχειρολογήσει | θα έχετε προχειρολογήσει | να έχετε προχειρολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν προχειρολογήσει | είχαν προχειρολογήσει | θα έχουν προχειρολογήσει | να έχουν προχειρολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία προχειρολογώ
|
Πηγές
επεξεργασία- προχειρολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Όροι με προχειρολογ- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)