προχειρολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προχειρολόγος < προχειρολογ(ώ) + -ος[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε πρόχειρ(ος) + -ο- + -λόγος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.çi.ɾoˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐χει‐ρο‐λό‐γος
Ουσιαστικό επεξεργασία
προχειρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- που προχειρολογώ
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις προχειρολογώ, πρόχειρος και λόγος
Μεταφράσεις επεξεργασία
προχειρολόγος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ προχειρολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προχειρολόγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)