αὐτοσχέδιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ὁ, ἡ αὐτοσχέδιος, το αὐτοσχέδιον
- πρόχειρος, αυτοσχέδιος
- εκ του συστάδην, σώμα με σώμα (στη μάχη) -κυρίως στα ομηρικά χρόνια
- η αιτιατική του θηλυκού αὐτοσχεδίην, είχε και επιρρηματική χρήση