Ετυμολογία

επεξεργασία
αὐτοσχέδιος < αὐτός + σχέδιος

  Επίθετο

επεξεργασία

ὁ, ἡ αὐτοσχέδιος, το αὐτοσχέδιον

  1. πρόχειρος, αυτοσχέδιος
  2. εκ του συστάδην, σώμα με σώμα (στη μάχη) -κυρίως στα ομηρικά χρόνια
  3. η αιτιατική του θηλυκού αὐτοσχεδίην, είχε και επιρρηματική χρήση

Συγγενικά

επεξεργασία