αυτοσχέδιος
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αυτοσχέδιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὐτοσχέδιος < αὐτός + σχέδιος
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ftoˈsçe.ði.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐σχέ‐δι‐ος
Επίθετο Επεξεργασία
αυτοσχέδιος -α -ο
- χαρακτηρισμός για κάποιον που αυτοσχεδιάζει
- που είναι προϊόν αυτοσχεδιασμού
- που έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί από κάποιον ιδιώτη, για να εξυπηρετήσει συγκεκριμένες ανάγκες, που δεν είναι βιομηχανικό προϊόν
- ↪ ένας αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις αυτός, σχεδιάζω, σχέδιο και έχω