Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
improvised
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
improvised
(en)
αυτοσχέδιος
,
πρόχειρος
⮡
a
improvised
bomb
-
αυτοσχέδια
βόμβα
⮡
an
improvised
speech
-
πρόχειρη
ομιλία
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τις λέξεις
impromptu
και
makeshift
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
improvised
(en)
αόριστος
&
παθητική
μετοχή
αορίστου
του
improvise