Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας improvise
γ΄ ενικό ενεστώτα improvises
αόριστος improvised
παθητική μετοχή improvised
ενεργητική μετοχή improvising

  Ρήμα επεξεργασία

improvise (en)

  • αυτοσχεδιάζω
    The actor forgot his lines and started to improvise.
    Ο ηθοποιός ξέχασε τα λόγια του κι άρχισε ν' αυτοσχεδιάζει.
    I improvised on the piano.
    Αυτοσχεδίασα στο πιάνο.

  Πηγές επεξεργασία