αυτοσχεδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αυτοσχεδιάζω < αρχαία ελληνική αὐτοσχεδιάζω
Ρήμα
επεξεργασία
αυτοσχεδιάζω
- ενεργώ αυθόρμητα, έχοντας ή μη προηγούμενη γνώση στο αντικείμενο, χωρίς να έχω προετοιμαστεί ή να έχω προσχεδιάσει κάτι
- (ειδικότερα) τζαμάρω με μουσικούς
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αυτοσχέδιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοσχεδιάζω