Επίθετο

επεξεργασία

impromptu (en) (χωρίς παραθετικά)

  • πρόχειρος, χωρίς προετοιμασία ή προγραμματισμό
    ⮡  an impromptu speech - πρόχειρη ομιλία

Συνώνυμα

επεξεργασία



impromptu (fr)

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό impromptu impromptus
θηλυκό impromptue impromptues

  Επίρρημα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  1. το αυτοσχέδιο ή πρόχειρο δημιούργημα
  2. (μουσική) σύντομη μουσική φόρμα αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα, συνήθως για σόλο όργανο