Γαλλικά (fr) επεξεργασία

impromptu (fr)

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό impromptu impromptus
θηλυκό impromptue impromptues

  Επίρρημα επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  1. το αυτοσχέδιο ή πρόχειρο δημιούργημα
  2. (μουσική) σύντομη μουσική φόρμα αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα, συνήθως για σόλο όργανο