offhand
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | offhand |
συγκριτικός | more offhand |
υπερθετικός | most offhand |
offhand (en)
- πρόχειρος, χωρίς προγραμματισμό
- απότομος, που δεν δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για κάποιον ή κάτι με τρόπο που είναι αγενής ή αναστατώνει κάποιον
Επίρρημα
επεξεργασίαoffhand (en)
- πρόχειρα, χωρίς να ελέγξω κάτι ή να το σκεφτώ
- ⮡ I can’t answer you offhand.
- Δεν μπορώ να σου απαντήσω πρόχειρα.
- ⮡ I can’t answer you offhand.