Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοσχεδιασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αυτοσχεδιασμέν
ος
η
αυτοσχεδιασμέν
η
το
αυτοσχεδιασμέν
ο
γενική
του
αυτοσχεδιασμέν
ου
της
αυτοσχεδιασμέν
ης
του
αυτοσχεδιασμέν
ου
αιτιατική
τον
αυτοσχεδιασμέν
ο
την
αυτοσχεδιασμέν
η
το
αυτοσχεδιασμέν
ο
κλητική
αυτοσχεδιασμέν
ε
αυτοσχεδιασμέν
η
αυτοσχεδιασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αυτοσχεδιασμέν
οι
οι
αυτοσχεδιασμέν
ες
τα
αυτοσχεδιασμέν
α
γενική
των
αυτοσχεδιασμέν
ων
των
αυτοσχεδιασμέν
ων
των
αυτοσχεδιασμέν
ων
αιτιατική
τους
αυτοσχεδιασμέν
ους
τις
αυτοσχεδιασμέν
ες
τα
αυτοσχεδιασμέν
α
κλητική
αυτοσχεδιασμέν
οι
αυτοσχεδιασμέν
ες
αυτοσχεδιασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αυτοσχεδιασμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
αυτοσχεδιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοσχεδιασμένος