Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτόκλαδος < αὐτός + κλάδος

  Επίθετο επεξεργασία

ὁ, ἡ αὐτόκλαδος,ον

  • μαζί με τα κλαδιά του