αὐτονομέομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αὐτονομέομαι < αὐτόνομος
Ρήμα
επεξεργασίααὐτονομέομαι αὐτονομοῦμαι
- ζω ανεξάρτητα, καθορίζω την προσωπική ή πολιτική ζωή μου με δικούς μου νόμους και κανόνες
αὐτονομέομαι αὐτονομοῦμαι