αὔτανδρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ αὔτανδρος | τὸ αὔτανδρον | οἱ, αἱ αὔτανδροι | τὰ αὔτανδρα |
Γενική | τοῦ, τῆς αὐτάνδρου | τοῦ αὐτάνδρου | τῶν αὐτάνδρων | τῶν αὐτάνδρων |
Δοτική | τῷ, τῇ αὐτάνδρῳ | τῷ αὐτάνδρῳ | τοῖς, ταῖς αὐτάνδροις | τοῖς αὐτάνδροις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν αὔτανδρον | τὸ αὔτανδρον | τοὺς, τὰς αὐτάνδρους | τὰ αὔτανδρα |
Κλητική | αὔτανδρε | αὔτανδρον | αὔτανδροι | αὔτανδρα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | αὐτάνδρω | |||
Γενική-Δοτική | αὐτάνδροιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααὔτανδρος
- (ελληνιστική κοινή) αύτανδρος, όλοι οι άνδρες, όλο το πλήρωμα ενός πλοίου, όλος ο πληθυσμός μιας πόλης
Πηγές
επεξεργασία- αὔτανδρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὔτανδρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.