αύτανδρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αύτανδρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὔτανδρος. Συγχρονικά αναλύεται σε αύτ- + άνδρ(ας) + -ος
Επίθετο
επεξεργασίααύτανδρος -η -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αύτανδρος