αὐτουργός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααὐτουργός, -ός, -όν
- ο αυτοδίδακτος, που έμαθε μια τέχνη ή επιστήμη μόνος του
- ο αυτοσχέδιος, δίχως προπαρασκευή, προετοιμασία, επεξεργασία
- που έχει κάνει κάτι με τα ίδια του τα χέρια
- ※ ...ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν αὑτὸν καὶ γινόμενος αὐτουργὸς τῆς ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρίας (Πολύβιος, Ἱστορίαι, γ Plb.3.17.8)
- έδινε το παράδειγμα στο πλήθος (των στρατιωτών) συμμετέχοντας κι ο ίδιος στα κοπιαστικά έργα της πολιορκίας)
- ※ ...ὑπόδειγμα τῷ πλήθει ποιῶν αὑτὸν καὶ γινόμενος αὐτουργὸς τῆς ἐν τοῖς ἔργοις ταλαιπωρίας (Πολύβιος, Ἱστορίαι, γ Plb.3.17.8)
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αὐτουργός | οἱ | αὐτουργοί |
γενική | τοῦ | αὐτουργοῦ | τῶν | αὐτουργῶν |
δοτική | τῷ | αὐτουργῷ | τοῖς | αὐτουργοῖς |
αιτιατική | τὸν | αὐτουργόν | τοὺς | αὐτουργούς |
κλητική ὦ! | αὐτουργέ | αὐτουργοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αὐτουργώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αὐτουργοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
αὐτουργός
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- αὐτουργός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αὐτουργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.