γεωργός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γεωργός | οι | γεωργοί |
γενική | του | γεωργού | των | γεωργών |
αιτιατική | τον | γεωργό | τους | γεωργούς |
κλητική | γεωργέ | γεωργοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γεωργός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γεωργός[1] < γεω- (γῆ) + ἔργον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.oɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ωρ‐γός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεωργός αρσενικό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γεωργός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γεωργός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας