farmer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
farmer | farmers |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfarmer (en)
- (επάγγελμα) ο αγρότης, η αγρότισσα
- ⮡ He returned to his village and went from a factory worker to a farmer.
- Γύρισε πίσω στο χωριό του κι από εργάτης εργοστασίου έγινε αγρότης.
- ⮡ He returned to his village and went from a factory worker to a farmer.