γεωργικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεωργικός < αρχαία ελληνική γωργικός
Επίθετο
επεξεργασίαγεωργικός, -ή, -ό
- σχετικός με τη γεωργία
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεωργικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεωργικός < γεωργός
Επίθετο
επεξεργασίαγεωργικός, -ή, -όν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεωργικός ουσιαστικοποιημένο αρσενικό
- ο καλός γεωργός