Δείτε επίσης: εὔφορος, Εὔφορος, έφορος, ἔφορος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εύφορος η εύφορη το εύφορο
      γενική του εύφορου της εύφορης του εύφορου
    αιτιατική τον εύφορο την εύφορη το εύφορο
     κλητική εύφορε εύφορη εύφορο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εύφοροι οι εύφορες τα εύφορα
      γενική των εύφορων των εύφορων των εύφορων
    αιτιατική τους εύφορους τις εύφορες τα εύφορα
     κλητική εύφοροι εύφορες εύφορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εύφορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὔφορος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.fo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εύ‐φο‐ρος

  Επίθετο επεξεργασία

εύφορος, -η, -ο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία