Επίθετο

επεξεργασία

fertile (en)

a fertile land
a woman is fertile for a few days a month
a fertile mind

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
fertile < λατινική fertilem

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fertile fertiles

fertile (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία