fertile
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαfertile (en)
- a fertile land
- a woman is fertile for a few days a month
- a fertile mind
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fertile | fertiles |
fertile (fr)