Δείτε επίσης: ἔφορος, εύφορος, εὔφορος, Έφορος, Ἔφορος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η έφορος οι έφοροι
      γενική του/της
του
εφόρου
έφορου
των εφόρων
    αιτιατική τον/την έφορο τους/τις εφόρους
     κλητική έφορε έφοροι
Ο δεύτερος τύπος της γενικής, μόνο για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «μέτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
έφορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔφορος. Για τους σύγχρονους όρους, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική percepteur. [1]. Συγχρονικά αναλύεται σε (επί) έφ- + ορ(ώ) + -ος.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

έφορος αρσενικό ή θηλυκό

  1. (οικονομία, επάγγελμα) που δουλεύει σε μια εφορία ή (κυρίως) είναι προϊστάμενός της
  2. προϊστάμενος ή επόπτης μιας υπηρεσίας
  3. (ιστορία) καθένας από τους πέντε ενός σώματος αρχόντων στην αρχαία Σπάρτη, ιεραρχικά αμέσως μετά τους βασιλείς, με αρμοδιότητες εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής
  4. (θρησκεία) προστάτης (άγιος μονής ή (σπάνιο) πολιούχος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία