percepteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- percepteur < percevoir
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | percepteur | percepteurs |
θηλυκό | perceptrice | perceptrices |
percepteur (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | percepteur | percepteurs |
θηλυκό | perceptrice | perceptrices |
percepteur (fr) αρσενικό