πέντε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πέντε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πέντε
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpen.de/ (συχνά, σε γρήγορο λόγο, και ˈpede)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πέ‐ντε
- ⓘ
Αριθμητικό επεξεργασία
πέντε άκλιτο
- το απόλυτο αριθμητικό (5) που ακολουθεί το τέσσερα και προηγείται του έξι
- ↪ πέντε φίλοι
Εκφράσεις επεξεργασία
- πάρε πέντε (να μη στα χρωστάω): συνοδεύει τη μούντζα προφορικά ή την αντικαθιστά στο γραπτό λόγο
- στο παραπέντε
- στους πέντε δρόμους: τελείως εγκαταλελειμμένος
- ※ Πέθανε τώρα κοντά η μάνα του και το λυπήθηκε να το άφηνε στους πέντε δρόμους (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )
Παροιμίες επεξεργασία
επεξεργασία
αριθμητικά | |
απόλυτο: | πέντε |
ψηφίο: | πεντάρι |
τακτικό: | πέμπτος |
πολλαπλασιαστικό: | πενταπλός |
αναλογικό: | πενταπλάσιος |
περιληπτικό: | πεντάδα, πενταριά |
επίρρημα: | πεντάκις |
πρόθημα: | πεντα- |
χρονικά | |
λεπτά: | πεντάλεπτο |
ώρες: | πεντάωρο |
ημέρες: | πενταήμερο |
μήνες: | πεντάμηνο |
έτη: | πενταετία |
διάρκεια: | πενταετής, πενταετές - πεντάχρονος, πεντάχρονη, πεντάχρονο |
επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πεντάρι
- πεντό-, Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πεντό- στο Βικιλεξικό
- πεντο-, Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πεντο- στο Βικιλεξικό
- πεντά-, Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πεντά- στο Βικιλεξικό
- πεντα-, Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πεντα- στο Βικιλεξικό
- πενθ-, Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πενθ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πέντε
Πηγές επεξεργασία
- πέντε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- πέντε - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πέντε - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.