πεντα-
(Ανακατεύθυνση από πεντά-)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεντα- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πεντα-. Για σύγχρονους όρους, κυρίως επιστημονικούς, λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία penta- [1]
Προφορά
επεξεργασίαΠρόθημα
επεξεργασίαπεντα-
πρόθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο
- έχει πέντε στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό
- επαναλαμβάνεται ή διαρκεί πέντε φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό
- (επιτατικό) επιτείνει τη σημασία του β' συνθετικού
Άλλες μορφές
επεξεργασία- πεντα-, πεντά-
- πεντε-, πεντέ-
- πεντο-, πεντό-
- πεντ-, πέντ- (πριν από β' συνθετικό που αρχίζει με φωνήεν)
- πενθ-, πένθ- (πριν από β' συνθετικό που άρχιζε με δασυνόμενο φωνήεν)
Σύνθετα
επεξεργασία- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα πεντα- στο Βικιλεξικό και με όλες τις μορφές του πεντα-
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "πεντα-" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- πεντα- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πεντα-
Πρόθημα
επεξεργασίαπεντα-
πρόθημα που
- δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει πέντε στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό
- δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο επαναλαμβάνεται ή διαρκεί πέντε φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό
- (σε αριθμητικά) παραθέτει τον αριθμό πέντε στο αριθμητικό του β' συνθετικού, δηλώνοντας είτε δύο αριθμούς, είτε περίπου
- (επιτατικό) επιτείνει τη σημασία του β' συνθετικού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα πεντα- στο Βικιλεξικό και με όλες τις μορφές του πεντα-
Συγγενικά
επεξεργασία- πεντήκοντα
- δεν σχετίζεται ετυμολογικά το πεντανταρία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεντα- < πέντε → λείπει η ετυμολογία
Πρόθημα
επεξεργασίαπεντα-
πρόθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο
- έχει πέντε στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό
- επαναλαμβάνεται ή διαρκεί πέντε φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό
- (σε αριθμητικά) προσθέτει τον αριθμό πέντε με το καί στο αριθμητικό του β' συνθετικού
Άλλες μορφές
επεξεργασία- πεντα-, πεντά-
- πεντε-, πεντέ-
- πεντό-
- πεντ-, πέντ- (πριν από ψιλούμενο β' συνθετικό)
- πενθ-, πένθ- (πριν από δασυνόμενο β' συνθετικό)
Σύνθετα
επεξεργασία- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα πεντα- στο Βικιλεξικό και με όλες τις μορφές του πεντα-