πενθήμερο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πενθήμερο | τα | πενθήμερα |
γενική | του | πενθήμερου & πενθημέρου |
των | πενθήμερων & πενθημέρων |
αιτιατική | το | πενθήμερο | τα | πενθήμερα |
κλητική | πενθήμερο | πενθήμερα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πενθήμερο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πενθήμερον & (ελληνιστική κοινή) πενθημερία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /penˈθi.me.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πεν‐θή‐με‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπενθήμερο ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις πέντε και ημέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία πενθήμερο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πενθήμερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας