εβδομάδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εβδομάδα | οι | εβδομάδες |
γενική | της | εβδομάδας | των | εβδομάδων |
αιτιατική | την | εβδομάδα | τις | εβδομάδες |
κλητική | εβδομάδα | εβδομάδες | ||
όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εβδομάδα < μεσαιωνική ελληνική ἐβδομάδα < αρχαία ελληνική ἑβδομάς από την αιτιατική σε -άδα[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.vðoˈma.ða/
- συλλαβισμός : ε‐βδο‐μά‐δα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εβδομάδα θηλυκό
- περίοδος επτά ημερών
- το σύνολο των επτά ημερών που αρχίζει κάθε Κυριακή (ή κάθε Δευτέρα)
- εργάσιμη εβδομάδα: το σύνολο των εργάσιμων ημερών της εβδομάδας
- ↪ το 1981 καθιερώθηκε στην Ελλάδα η εργάσιμη εβδομάδα των 5 ημερών
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
εβδομάδα
|
|
Επεξεργασία
- ↑ «εβδομάδα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.