Δείτε επίσης: Κυριάκι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κυριακή οι Κυριακές
      γενική της Κυριακής των Κυριακών
    αιτιατική την Κυριακή τις Κυριακές
     κλητική Κυριακή Κυριακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κυριακή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Κυριακή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κυριακός, ως ημέρα αφιερωμένη στον Κύριο (δηλ. στον Θεό)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ciɾ.ʝaˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κυ‐ρια‐κή

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κυριακή θηλυκό

  1. η πρώτη (ή, κατ' άλλους, η τελευταία) ημέρα της εβδομάδας, μετά το Σάββατο και πριν την Δευτέρα
    ⮡  Κάθε Κυριακή πρωί, πηγαίναμε στην εκκλησία.
  2. γυναικείο όνομα

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

Μεταγραφές

επεξεργασία

γυναικείο όνομα: