Δείτε επίσης: Κυριακός
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
κῡρῐᾰκο-
ονομαστική κυριακός κυριακή τὸ κυριακόν
      γενική τοῦ κυριακοῦ τῆς κυριακῆς τοῦ κυριακοῦ
      δοτική τῷ κυριακ τῇ κυριακ τῷ κυριακ
    αιτιατική τὸν κυριακόν τὴν κυριακήν τὸ κυριακόν
     κλητική ! κυριακέ κυριακή κυριακόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κυριακοί αἱ κυριακαί τὰ κυριακᾰ́
      γενική τῶν κυριακῶν τῶν κυριακῶν τῶν κυριακῶν
      δοτική τοῖς κυριακοῖς ταῖς κυριακαῖς τοῖς κυριακοῖς
    αιτιατική τοὺς κυριακούς τὰς κυριακᾱ́ς τὰ κυριακᾰ́
     κλητική ! κυριακοί κυριακαί κυριακᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυριακώ τὼ κυριακᾱ́ τὼ κυριακώ
      γεν-δοτ τοῖν κυριακοῖν τοῖν κυριακαῖν τοῖν κυριακοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυριακός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κύρι(ος) + -ακός

  Επίθετο

επεξεργασία

κυριακός, -ή, όν (κῡρῐᾰκός)

Συγγενικά

επεξεργασία