κυριακός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | |||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
κῡρῐᾰκο- | |||||||
ονομαστική | ὁ | κυριακός | ἡ | κυριακή | τὸ | κυριακόν | |
γενική | τοῦ | κυριακοῦ | τῆς | κυριακῆς | τοῦ | κυριακοῦ | |
δοτική | τῷ | κυριακῷ | τῇ | κυριακῇ | τῷ | κυριακῷ | |
αιτιατική | τὸν | κυριακόν | τὴν | κυριακήν | τὸ | κυριακόν | |
κλητική ὦ! | κυριακέ | κυριακή | κυριακόν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | ||||||
ονομαστική | οἱ | κυριακοί | αἱ | κυριακαί | τὰ | κυριακᾰ́ | |
γενική | τῶν | κυριακῶν | τῶν | κυριακῶν | τῶν | κυριακῶν | |
δοτική | τοῖς | κυριακοῖς | ταῖς | κυριακαῖς | τοῖς | κυριακοῖς | |
αιτιατική | τοὺς | κυριακούς | τὰς | κυριακᾱ́ς | τὰ | κυριακᾰ́ | |
κλητική ὦ! | κυριακοί | κυριακαί | κυριακᾰ́ | ||||
δυϊκός | |||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κυριακώ | τὼ | κυριακᾱ́ | τὼ | κυριακώ | |
γεν-δοτ | τοῖν | κυριακοῖν | τοῖν | κυριακαῖν | τοῖν | κυριακοῖν | |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κυριακός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κύρι(ος) + -ακός
Επίθετο
επεξεργασίακυριακός, -ή, όν (κῡρῐᾰκός)
- (ελληνιστική κοινή) που ανήκει ή προορίζεται για τον κύριο, τον κυρίαρχο
- (ελληνιστική κοινή) που ανήκει ή αναφέρεται στον Κύριο, το Θεό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κύριος
Πηγές
επεξεργασία- κυριακός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κυριακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.