duminică
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαduminică (ro) θηλυκό
Κλίση
επεξεργασία κλίση του duminică
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o duminică | duminica | nişte duminici | duminicile |
γενική | a unei duminici | duminicii | a unor duminici | duminicilor |
δοτική | a unei duminici | duminicii | a unor duminici | duminicilor |
αιτιατική | o duminică | duminica | nişte duminici | duminicile |
κλητική | — | - | — | - |