Κύριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κύριος | ||
γενική | του | Κυρίου | ||
αιτιατική | τον | Κύριο | ||
κλητική | Κύριε | |||
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κύριος < αρχαία ελληνική Κύριος
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΚύριος αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (θρησκεία, χριστιανισμός) ο Θεός των Εβραίων, όπως αποδόθηκε στη μετάφραση των Ο', αντί των ονομάτων Ελωίμ, ή Ελωχείμ,, ή Γιαχβέ, ή Αδωνάι, ή Σαβαώθ κ.ά.
- (θρησκεία, χριστιανισμός) ο Ιησούς Χριστός, κατά προσαγόρευση όπως αποδίδεται στα ιερά ευαγγέλια.
Εκφράσεις
επεξεργασία- γίνεται χαλασμός Κυρίου → δείτε την έκφραση: χαλάει ο κόσμος
- Κύριε ελέησον
Μεταφράσεις
επεξεργασία Κύριος
|