χαλάει ο κόσμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
χαλάει ο κόσμος
- υπάρχει μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία
- ※ Πριν βάλω το κλειδί στην ξώπορτα κοντοστάθηκα να μαντέψω τι σόι επισκέψεις είχαν οι νοικοκυραίοι μας και χαλούσε ο κόσμος. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα
επεξεργασία- γίνεται της κακομοίρας
- γίνεται της μουρλής
- γίνεται της τρελής
- γίνεται το σώσε
- γίνεται του Κουτρούλη ο γάμος
- γίνεται του Κουτρούλη το πανηγύρι
- γίνεται χαλασμός
- γίνεται χαλασμός Κυρίου
- γίνεται χαμός
- καίγεται ο κόσμος
- γίνεται της Πόπης (οικείο)
- γίνεται της πουτάνας (χυδαίο)