χαλάει ο κόσμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΈκφρασηΕπεξεργασία
χαλάει ο κόσμος
- υπάρχει μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία
- Πριν βάλω το κλειδί στην ξώπορτα κοντοστάθηκα να μαντέψω τι σόι επισκέψεις είχαν οι νοικοκυραίοι μας και χαλούσε ο κόσμος. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- γίνεται της κακομοίρας
- γίνεται της μουρλής
- γίνεται της τρελής
- γίνεται το σώσε
- γίνεται του Κουτρούλη ο γάμος
- γίνεται του Κουτρούλη το πανηγύρι
- γίνεται χαλασμός
- γίνεται χαλασμός Κυρίου
- γίνεται χαμός
- καίγεται ο κόσμος
- (οικείο) γίνεται της Πόπης
- (χυδαίο) γίνεται της πουτάνας