Ετυμολογία

επεξεργασία
χαλάει ο κόσμος <  δείτε τις λέξεις χαλάω και κόσμος

χαλάει ο κόσμος

  • υπάρχει μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη φασαρία
      Πριν βάλω το κλειδί στην ξώπορτα κοντοστάθηκα να μαντέψω τι σόι επισκέψεις είχαν οι νοικοκυραίοι μας και χαλούσε ο κόσμος. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Συνώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία