Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κυριακάτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κυριακάτικ
ος
η
κυριακάτικ
η
το
κυριακάτικ
ο
γενική
του
κυριακάτικ
ου
της
κυριακάτικ
ης
του
κυριακάτικ
ου
αιτιατική
τον
κυριακάτικ
ο
την
κυριακάτικ
η
το
κυριακάτικ
ο
κλητική
κυριακάτικ
ε
κυριακάτικ
η
κυριακάτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κυριακάτικ
οι
οι
κυριακάτικ
ες
τα
κυριακάτικ
α
γενική
των
κυριακάτικ
ων
των
κυριακάτικ
ων
των
κυριακάτικ
ων
αιτιατική
τους
κυριακάτικ
ους
τις
κυριακάτικ
ες
τα
κυριακάτικ
α
κλητική
κυριακάτικ
οι
κυριακάτικ
ες
κυριακάτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κυριακάτικος
< κύριο όνομα
Κυριακή
+ επίθημα
-άτικος
Επίθετο
επεξεργασία
κυριακάτικος
που αναφέρεται στην ημέρα της
Κυριακής
κυριακάτικη
εκδρομή
κυριακάτικο
ξύπνημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κυριακάτικος
αγγλικά
:
Sunday
(en)
γαλλικά
:
dominical
(fr)