↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κυριακούλα οι Κυριακούλες
      γενική της Κυριακούλας
    αιτιατική την Κυριακούλα τις Κυριακούλες
     κλητική Κυριακούλα Κυριακούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κυριακούλα < Κυριακ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ciɾ.ʝaˈku.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κυ‐ρια‐κού‐λα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κυριακούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κυριακή