niedziela
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαniedziela < nie + działać (όχι + ενεργώ)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαniedziela (pl) θηλυκό
- η Κυριακή (ημέρα)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΟι μέρες της εβδομάδας | |||||||||||
Δευτέρα | Τρίτη | Τετάρτη | Πέμπτη | Παρασκευή | Σάββατο | Κυριακή | |||||
poniedziałek | wtorek | środa | czwartek | piątek | sobota | niedziela |