Τετάρτη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τετάρτη | οι | Τετάρτες |
γενική | της | Τετάρτης | των | Τεταρτών |
αιτιατική | την | Τετάρτη | τις | Τετάρτες |
κλητική | Τετάρτη | Τετάρτες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Τετάρτη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του τακτικού αριθμητικού τέταρτος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɛˈtaɾ.ti/
- συλλαβισμός : Τε‐τάρ‐τη
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Τετάρτη θηλυκό
- η τέταρτη ημέρα της εβδομάδας· προηγείται η Τρίτη και ακολουθεί η Πέμπτη
- η τέταρτη τάξη του δημοτικού σχολείου
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη τέταρτος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Τετάρτη