αμπχαζικά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμπχαζικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αμπχαζικός στον πληθυντικό
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αμπχαζικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- κωδικός: ab
- Abkhaz language στην αγγλική Βικιπαίδεια