αμχαρικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αμχαρικά | ||
γενική | των | αμχαρικών | ||
αιτιατική | τα | αμχαρικά | ||
κλητική | αμχαρικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμχαρικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμχαρικά