ενικός         πληθυντικός  
amharique amhariques

amharique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αμχαρικός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

amharique (fr) αρσενικό

  1. (γλώσσα) τα αμχαρικά