onsdag
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαonsdag (da)
Νορβηγικά (no)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαonsdag (no)
Σουηδικά (sv)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- onsdag < αρχαία σουηδική oþinsdagher < παλαιά νορβηγική óðinsdagr (ημέρα του Όντιν) < πρωτογερμανική *Wōdanas dagaz
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαonsdag (sv)