Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
week
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.1.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.1.2
Παράγωγα
1.1.3
Σύνθετα
1.2
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
week
weeks
Ουσιαστικό
επεξεργασία
week
(en)
η
εβδομάδα
⮡
in the middle of the
week
- στα μέσα της
εβδομάδας
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Holy Week
Παράγωγα
επεξεργασία
weekly
Σύνθετα
επεξεργασία
weekday
weekend
workweek
Πηγές
επεξεργασία
week
-
Oxford Learner's Dictionaries