weekend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
weekend | weekends |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαweekend (en)
- το Σαββατοκύριακο
- ⮡ What is your favorite activity on the weekends?
- Ποια είναι η αγαπημένη σου δραστηριότητα τα Σαββατοκύρικα;
- ⮡ What is your favorite activity on the weekends?
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Δανικά (da)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαweekend (da)
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαweekend (nl)