weekday
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
weekday | weekdays |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαweekday (en)
- η καθημερινή
- ⮡ I’m always busy on weekdays.
- Είμαι πάντα απασχολημένος τις καθημερινές.
- ⮡ I’m always busy on weekdays.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- weekday - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 396. ISBN 9780194325684., λήμμα: καθημερινή