Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
weekday weekdays

  Ετυμολογία επεξεργασία

weekday < week + day

  Ουσιαστικό επεξεργασία

weekday (en)

  • η καθημερινή
    I’m always busy on weekdays.
    Είμαι πάντα απασχολημένος τις καθημερινές.

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία